του Κώστα Μαυραγάνη-δημοσιογράφου
Όταν σκέφτεται
κανείς την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου και τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, σχεδόν
αναπόφευκτα το μυαλό του πάει κυρίως στην ηρωική δράση του Ελληνικού Στρατού
Ξηράς στα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας, που σήμανε την πρώτη μεγάλη νίκη
των δυνάμεων των Συμμάχων επί του Άξονα. Ο σκληρός αγώνας των Ελλήνων
στρατιωτών υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, αντιμετωπίζοντας δυνάμεις που
φάνταζαν τρομακτικά υπέρτερες, προκάλεσε αίσθηση και θαυμασμό ανά τον κόσμο,
μεταξύ φίλων και εχθρών. Ο αγώνας του συνταγματάρχη Δαβάκη, ο θάνατος του
Αλέξανδρου Διάκου, η απόκρουση της Εαρινής Επίθεσης, το Ύψωμα 731 (οι
«Θερμοπύλες του 1941», οι οποίες όμως δεν έπεσαν ποτέ) και άλλα μεγάλα
«κεφάλαια» της σύγκρουσης, όπως η δράση των ελληνικών υποβρυχίων
(«Παπανικολής», «Πρωτεύς», «Νηρεύς», «Γλαύκος», «Κατσώνης», «Τρίτων») ή ο
επανάπλους του αντιτορπιλικού «Αδρίας» αποτελούν σημαντικότατες σελίδες της
ελληνικής στρατιωτικής ιστορίας, συνθέτοντας το ψηφιδωτό της ελληνικής
συμμετοχής στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μεταξύ αυτών
υπάρχει ένα ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας κεφάλαιο, το οποίο φαντάζει ιδιαίτερα
«παραγκωνισμένο»: Ο λόγος για τη δράση
της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο και τη
Γερμανική Εισβολή, και η μετέπειτα «αναγέννησή» της στη Μέση Ανατολή.
Αντιμετωπίζοντας την πανίσχυρη Regia Aeronautica του Μουσολίνι, η ΕΒΑ διέθετε περιορισμένο αριθμό σκαφών,
που σε πολλές περιπτώσεις ήταν παλαιότερης τεχνολογίας. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε τους Έλληνες
πιλότους να γράψουν τη δική τους ιστορία στους ελληνικούς ουρανούς,
προστατεύοντάς τους από τον εισβολέα και επιτυγχάνοντας κατορθώματα αντάξια
αυτών των συναδέλφων τους στον Στρατό και το Ναυτικό.
Η διάταξη μάχης
της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας περιελάμβανε κατανομή του αεροπορικού
δυναμικού, μεταξύ των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, με αποτέλεσμα ο
Στρατός, το Ναυτικό και η Αεροπορία να κρατήσουν στον επιχειρησιακό τους έλεγχο
τα αεροσκάφη που εξυπηρετούσαν το δόγμα επιχειρήσεών τους.Η διάταξη μάχης ήταν
η ακόλουθη :
Α. Ανωτέρα
Διοίκηση Αεροπορίας Στρατού (ΑΔΑΣ)
- Διοίκηση
Αεροπορίας Στρατιωτικής Συνεργασίας (ΔΑΣΣ)
- Διοίκηση
Αεροπορίας Βομβαρδισμού (ΔΑΒ)
- Διοίκηση
Αεροπορίας Διώξεως (ΔΑΔ)
Β. Ανωτέρα
Διοίκηση Αεροπορίας Ναυτικού (ΑΔΑΝ)
Συνοπτικά, κατά την έναρξη των επιχειρήσεων, υπήρχαν
158 πολεμικά αεροσκάφη, όλων των τύπων, ενταγμένα στις παραπάνω Μονάδες, από τα οποία φέρονται να ήταν εν ενεργεία
τα 128. Από αυτά μόλις τα 77 ήταν
καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά (πρώτης γραμμής). Με τη σταδιακή εξέλιξη των
επιχειρήσεων, η Αεροπορία ενισχύθηκε με 22 Gloster Gladiator MkII και 6 Bristol
Blenheim MkI από τα βρετανικά αποθέματα.
Απέναντί της, η Regia Aeronautica του
Ντούτσε παρέτασσε 463 αεροσκάφη πρώτης γραμμής και γενικότερα καλύτερων
επιδόσεων. Η διαφορά ισχύος γίνεται καλύτερα αντιληπτή εάν αναλυθεί η
αριθμητική ισχύς ανά τομέα δράσης: Η Ελληνική Αεροπορία Διώξεως, με 33
μαχητικά, είχε απέναντί της 179 ιταλικά καταδιωκτικά, ενώ οι τρεις Ελληνικές
Μοίρες Βομβαρδισμού, με δύναμη 29 αεροπλάνων, συγκρίνονταν με 30 ιταλικές
μοίρες, με 225 βομβαρδιστικά. Μεταξύ της Ελληνικής Αεροπορίας Διώξεως και της
Ιταλικής Αεροπορίας Βομβαρδισμού, η αναλογία ήταν 1:7, κάτι που υποδεικνύει
ακόμα περισσότερο την δυσμενή για την ελληνική αεροπορία ισορροπία δυνάμεων,
όταν τα ελληνικά καταδιωκτικά έπρεπε να αναχαιτίζουν ιταλικά βομβαρδιστικά. Την
κατάσταση καθιστούσαν ακόμα πιο δύσκολη τα τεχνικά πλεονεκτήματα των ιταλικών
αεροσκαφών, καθώς και τα πολλά τεχνικά και λειτουργικά προβλήματα που
αντιμετώπιζαν τα ελληνικά αεροσκάφη, σε πολύ μεγάλο βαθμό λόγω έλλειψης
διαθέσιμων ανταλλακτικών.
Επίσης, ετίθετο
και το ζήτημα της ιταλικής υπεροχής στον τομέα των αεροδρομίων: Η ελληνική
πολεμική αεροπορία είχε στη διάθεσή της περιορισμένο αριθμό, πολλά εκ των
οποίων με τις πρώτες βροχές και χιονοπτώσεις ετίθεντο εκτός ενέργειας. Στην
άλλη πλευρά, οι Ιταλοί διέθεταν μεγάλο αριθμό αεροδρομίων, που ήταν σύγχρονα
και επιπλέον κοντά στο μέτωπο (Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Τίρανα, Βεράτιο,
Αυλώνας), ενώ υπήρχαν και τα αεροδρόμια της Ιταλίας (Μπάρι, Λέτσε, Μπρίντιζι,
Φότζια, Τάραντα κ.α.).
Απέναντι σε έναν από κάθε άποψη ανώτερο
εχθρό, η ελληνική πολεμική αεροπορία είχε ως μόνο πλεονέκτημα το προσωπικό της,
που αντιστάθμιζε, χάρη στην ικανότητα και την τόλμη των ανδρών που το απάρτιζαν,
τα μεγάλα μειονεκτήματα- που, τουλάχιστον στην πρώτη φάση του πολέμου,
επεκτείνονταν και στον τομέα της τακτικής όσον αφορά στον αεροπορικό πόλεμο.
Στο οπλοστάσιο
της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας κατά το διάστημα 1940-1941 συναντούσε κανείς
μία ευρεία γκάμα τύπων αεροσκαφών, παλαιότερων και πιο μοντέρνων, κάτι που
δημιουργούσε από μόνο του προβλήματα, καθώς εκ των πραγμάτων η πολυτυπία
αποτελεί πρόβλημα για μια πολεμική αεροπορία (τεχνογνωσία, διαθεσιμότητα
ανταλλακτικών, εμπειρία πτήσης/ συντήρησης κ.ο.κ). Άλλοι τύποι που συναντώνταν
στο οπλοστάσιο της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας ήταν τα Junkers G24he και
Junkers Ju 52-3m, καθώς και τα Potez 25 TOE, Fieseler Fi-156, Junkers Jungmann,
Savoia Marchetti S.M.97-I. Sparviero.
Η πρώτη ιταλική
αεροπορική επίθεση κατά της Αθήνας εκδηλώθηκε στις 9.30 το πρωί της 28ης
Οκτωβρίου 1940. Οι σειρήνες ανήγγειλαν την εμφάνιση ιταλικών αεροπλάνων που
στόχευαν το στρατιωτικό αεροδρόμιο του Τατοΐου. Τα εχθρικά αεροπλάνα έριξαν τις
βόμβες τους από μεγάλο ύψος, χωρίς να πετύχουν στόχους ή να προξενήσουν θύματα.
Παράλληλα, την ίδια ώρα ιταλικά βομβαρδιστικά χτύπησαν την Πάτρα, προκαλώντας
απώλειες αμάχων, ενώ ανεπιτυχείς αποστολές βομβαρδισμού έγιναν και στον
Πειραιά, τη διώρυγα της Κορίνθου, τα έργα Φασιδέρι, την Κινέτα Αττικής, την
περιοχή Ιστιαίας, τη Ναυτική Βάση Πρέβεζας και τη Γέφυρα Σίμου (Ήπειρος). Στις
29 Οκτωβρίου ο κακός καιρός περιόρισε τη δράση των Ιταλών- μόνο ένα αεροπλάνο
έφτασε στο Μέτσοβο και βομβάρδισε τα ελληνικά στρατεύματα εκεί. Παράλληλα, η
ελληνική αεροπορία πραγματοποίησε την πρώτη της αποστολή: Επρόκειτο για
αποστολή αναγνώρισης από την 31η Μοίρα Βομβαρδισμού.
Στις 30 Οκτωβρίου
ελληνικά αναγνωριστικά απογειώθηκαν νωρίς το πρωί για περιπολίες στην Καστοριά,
Δέχτηκαν την επίθεση ιταλικών καταδιωκτικών, χωρίς όμως να υπάρξει κατάρριψη. Την ίδια ημέρα σημειώθηκε αερομαχία μεταξύ ελληνικών και ιταλικών αεροσκαφών
στο μέτωπο, με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιών στα ιταλικά καταδιωκτικά, την
αναγκαστική προσγείωση ενός εκ των ελληνικών HS 126- με τον ανθυποσμηναγό Γιάνναρη Ευάγγελο να γίνεται ο πρώτος νεκρός
Έλληνας αεροπόρος του πολέμου – και τη συντριβή του δεύτερου. Επίσης,
πραγματοποιήθηκαν ελληνικές αναγνωριστικές πτήσεις, ενώ, στις 31 Οκτωβρίου οι
Ιταλοί πραγματοποίησαν επίσης αναγνωρίσεις και βομβαρδισμούς, όπως και η
ελληνική πλευρά. Εκείνη την ημέρα σημειώθηκε η πρώτη σημαντική ελληνική
επιτυχία, με ελληνικό Blenheim να συλλέγει πληροφορίες που αποδείχτηκαν πολύ
σημαντικές για μετέπειτα αποστολή βομβαρδισμού της Κορυτσάς.
Μπαίνοντας στον
Νοέμβριο, και οι δύο αεροπορίες ενέτειναν τις επιχειρήσεις τους, με τους
Ιταλούς να βομβαρδίζουν 13 ελληνικές πόλεις, με αποτέλεσμα τον θάνατο περίπου
90 ατόμων- οι περισσότεροι άμαχοι. Την 1η Νοεμβρίου επλήγησαν η Λάρισα και η
Θεσσαλονίκη, πάνω από την οποία σημειώθηκε αερομαχία με επτά ελληνικά PZL, με
πρόκληση ζημιών στα αεροσκάφη και των δύο πλευρών. Η ελληνική απάντηση ήρθε την
ίδια ημέρα στην Κορυτσά, με την 32η Μοίρα Βομβαρδισμού να βομβαρδίζει το
αεροδρόμιό της, σκοτώνοντας 40 περίπου Ιταλούς αεροπόρους. Παράλληλα, επλήγησαν
φάλαγγα ιταλικών οχημάτων κοντά στη λίμνη Τσεραβίνα και χώρος συγκέντρωσης
εχθρικών δυνάμεων κοντά στη γέφυρα Αγίων στην Ήπειρο.
Η επόμενη ημέρα,2α Νοεμβρίου, θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική
όσον αφορά στην ιστορία της ελληνικής αεροπορίας κατά τον πόλεμο, καθώς αεροσκάφος
Breguet της 2ης Μοίρας Στρατιωτικής Συνεργασίας, κατά τη διάρκεια
αναγνωριστικής αποστολής, εντόπισε την επίλεκτη 3η Μεραρχία Αλπινιστών
«Τζούλια» στην περιοχή της Πίνδου (δρομολόγιο Σαμαρίνα- Ρωμηός- Κεράσοβο-
Φούρκα) - εξαιρετικά πολύτιμη πληροφορία, καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη
του πολέμου τις επόμενες ημέρες.Ακολούθησε σειρά επιδρομών εναντίον της από
ελληνικά αεροσκάφη (ξανά απαρχαιωμένα Breguet, που πετούσαν σε πολύ χαμηλό
ύψος, μέσα από χαράδρες), με τον σμηναγό Ηλία Κουτσούκο να λαμβάνει εύφημο
μνεία. Υπογραμμίζεται ότι ο εντοπισμός της «Τζούλια» από την ελληνική αεροπορία
αποτέλεσε σημαντικότατο γεγονός του πολέμου, καθώς, εάν η εν λόγω επίλεκτη
δύναμη δεν είχε εντοπιστεί εγκαίρως, θα προλάβαινε να ανοίξει τον δρόμο για το
Μέτσοβο, καθιστώντας κρίσιμη την κατάσταση για τις ελληνικές δυνάμεις.
Παράλληλα, την ίδια ημέρα καταρρίφθηκε ιταλικό βομβαρδιστικό κατά τη διάρκεια
επίθεσης στα Δολιανά, ενώ σημειώθηκε σκληρή αερομαχία μεταξύ τριών ελληνικών
PZL και ιταλικών αεροσκαφών που πραγματοποιούσαν επιδρομή κατά της VIII
Μεραρχίας, με κατάρριψη δύο ελληνικών και τριών ιταλικών μαχητικών. Η ένταση της συγκεκριμένης αερομαχίας
προκάλεσε αίσθηση, λόγω της παράτολμης επίθεσης των Ελλήνων πιλότων κατά
υπέρτερων δυνάμεων, με σκοπό την εξόντωση του εχθρού με κάθε κόστος.
Κατά τη διάρκεια
των κρίσιμων συγκρούσεων στην Πίνδο, που είχαν αποτέλεσμα την απόκρουση των
Ιταλών στη γραμμή Ελαίας- Καλαμά και την εκκαθάριση του ιταλικού θύλακα, οι
αεροπορικές επιχειρήσεις, όπως ήταν αναμενόμενο, εντάθηκαν, καθώς οι Ιταλοί
συνέχιζαν τις επιδρομές κατά της Θεσσαλονίκης, με τους Έλληνες πιλότους –
εμπνευσμένους από το παράτολμο εγχείρημα του Μητραλέξη – να επιδεικνύουν
πρωτοφανή επιθετικότητα. Κατάρριψη βομβαρδιστικού σημείωσε ο υποσμηναγός
Γιαννικώστας Κωνσταντίνος, ενώ μια κατάρριψη καταδιωκτικού ανέφερε και ο
σμηνίας Δάγκουλας Επαμεινώνδας. Συνολικά, οι επιδρομές κατά της Θεσσαλονίκης
στοίχισαν στους Ιταλούς 12 αεροπλάνα, τα περισσότερα βομβαρδιστικά. Σημειώνεται
ότι στο «Ο Αεροπορικός Πόλεμος στην Ελλάδα, 1940-1941» (Christopher Shores, Brian Cull, Nicola Malizia),
υπογραμμίζεται η επιμονή και αποτελεσματικότητα των ελληνικών αεροσκαφών δίωξης
στην προστασία της Θεσσαλονίκης.
Παράλληλα, στην Ήπειρο οι επιχειρήσεις ήταν ιδιαίτερα
σκληρές, καθώς οι ελληνικές χερσαίες δυνάμεις δέχονταν την ιταλική πίεση, η
οποία συνοδευόταν από συχνές αεροπορικές επιδρομές. Η αντίστοιχη πίεση στις
ελληνικές αεροπορικές δυνάμεις ήταν επίσης μεγάλη, με τα απαρχαιωμένα Breguet
να αναλαμβάνουν ξανά παράτολμες αποστολές σε χαμηλό ύψος, πετώντας μέσα από
χαράδρες για να χτυπήσουν τα ιταλικά στρατεύματα. Για τη δράση του εκείνη την
περίοδο τιμήθηκε με Πολεμικό Σταυρό ο Ηλίας Κουτσούκος. Αποστολές αναγνώρισης
και βομβαρδισμού πραγματοποιούσαν και αεροσκάφη Potez 63 και Blenheim,
χτυπώντας τις ιταλικές δυνάμεις στο ύψωμα Προφήτης Ηλίας.
Στις 5 Νοεμβρίου
βομβαρίστηκε ο Πειραιάς, με κατάρριψη δύο ιταλικών αεροπλάνων (το ένα από τη
RAF, που σημείωνε έτσι την πρώτη της επιτυχία στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο), ενώ
σε αντίποινα ελληνικά αεροσκάφη βομβάρδισαν ξανά την Κορυτσά και το
Αργυρόκαστρο, καταστρέφοντας ιταλικά αεροπλάνα στο έδαφος. Την αμέσως επόμενη
ημέρα ελληνικά και βρετανικά αεροσκάφη χτύπησαν το λιμάνι της Αυλώνας, ενώ
ελληνικά βομβαρδιστικά βομβάρδισαν στόχους στο μέτωπο, καθώς και εγκαταστάσεις
στο Αργυρόκαστρο και γέφυρα στον ποταμό Καλαμά. Η έναρξη των επιχειρήσεων από
πλευράς των Βρετανών προκάλεσε προβληματισμό στην ιταλική ηγεσία, που ζήτησε
επιπλέον βοήθεια από τη Regia Aeronautica.
Από τις 7 ως τις
10 Νοεμβρίου η ιταλική αεροπορία σημείωνε καθημερινή δράση, βομβαρδίζοντας
ελληνικές πόλεις ενώ τα ελληνικά αεροσκάφη παρέμεναν καθηλωμένα στα αεροδρόμια,
λόγω κακοκαιρίας- ωστόσο, βρετανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν ξανά το λιμάνι της
Αυλώνας, στόχο που έπληξαν ελληνικά αεροσκάφη και στις 11 Νοεμβρίου. Στις 13
του μήνα ελληνικά βομβαρδιστικά χτύπησαν τα αεροδρόμια της Κορυτσάς.
Μετά την ανακοπή της προέλασης των Ιταλών
θα ακολουθούσε η ελληνική αντεπίθεση σε όλο το μέτωπο, που διήρκεσε ως τις 6
Ιανουαρίου 1941 ...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου